- ζωηρεύω
- 1. γίνομαι ζωηρός ή ζωηρότερος από ό,τι ήμουν πριν, εμφανίζω ζωηρότητα μεγαλύτερη από πριν, αναζωογονούμαι («το φυτό ζωήρεψε τελευταία»)2. (για ανθρώπους) γίνομαι ευκίνητος, ακμαίος, τονώνομαι, αποκτώ ευεξία3. (για πνευματική ή ψυχική διάθεση) γίνομαι πιο δραστήριος, πιο ενεργητικός, πιο κοινωνικός4. (για παιδιά) γίνομαι άτακτος, ζωηρός5. (ως προς τις ερωτικές απολαύσεις) προβαίνω σε εντονότερες ερωτικές εκδηλώσεις, εκδηλώνομαι εντονότερα6. (για καταστάσεις, ενέργειες, πάθη) γίνομαι πιο έντονος, πιο σφοδρός7. ζωογονώ, τονώνω, ξανανιώνω κάποιον («το γλέντι ζωηρεύει την παρέα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωηρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γεώργ. Μ. Βιζυηνό].
Dictionary of Greek. 2013.